Επιβιβάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επιβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
впуснат, качат, качване, започне, се впуснат
Επιβιβάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβιβάζω

επιβιβάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιβιβάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επιβεβαιώνω στα βουλγαρικά - потвърждавам, потвърдите, потвърдете, се потвърди
  • επιβιβάζομαι στα βουλγαρικά - диска, впуснат, качат, качване, започне, се впуснат
  • επιβλέπω στα βουλγαρικά - надзирава, надзиравам, завеждам, надзирават, контролирам
  • επιβλαβής στα βουλγαρικά - вреден, вредни, вредно, вредното, вредна
Τυχαίες λέξεις
Επιβιβάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: впуснат, качат, качване, започне, се впуснат