Επιβιβάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: επιβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschiffen, begeben, beginnen, zu beginnen, begeben sich
Επιβιβάζω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβιβάζω

επιβιβάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, επιβιβάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • επιβεβαιώνω στα γερμανικά - vergewissern, bekräftigen, einsegnen, befestigen, bestätigen, zu bestätigen, Bestätigung, ...
  • επιβιβάζομαι στα γερμανικά - verpflegung, paneel, tisch, planke, baugruppe, platte, schultafel, ...
  • επιβλέπω στα γερμανικά - überwachen, kontrollieren, beaufsichtigen, zu beaufsichtigen, superintend
  • επιβλαβής στα γερμανικά - ungünstig, schändlich, nachteilig, schädlich, abträglich, widrig, verderblich, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιβιβάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einschiffen, begeben, beginnen, zu beginnen, begeben sich