Επιβιβάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβιβάζω
επιβιβάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιβιβάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιβεβαιώνω στα λιθουανικά - patvirtinti, patvirtina, patvirtinkite
- επιβιβάζομαι στα λιθουανικά - laivo, lenta, pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą
- επιβλέπω στα λιθουανικά - vadovauti, tvarkytų, Stebėti, Tvarkyti, Dyrygować
- επιβλαβής στα λιθουανικά - žalingas, kenksmingas, kenkia, kenksmingi, kenksminga
Τυχαίες λέξεις
Επιβιβάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą
Μεταφράσεις: pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą