Επιβιβάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грузити, зачинати, починати, розпочинати, стати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβιβάζω
επιβιβάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιβιβάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιβεβαιώνω στα ουκρανικά - підтримувати, ратифікувати, закріплювати, підтвердити
- επιβιβάζομαι στα ουκρανικά - рада, пораду, грузити, стіл, бортик, зачинати, правління, ...
- επιβλέπω στα ουκρανικά - підгляньте, підглядати, наглядати, контролювати, нагляньте, проконтролювати, управляти, ...
- επιβλαβής στα ουκρανικά - шкідливий, вредний, шкідливе, шкідлива, найшкідливіший
Τυχαίες λέξεις
Επιβιβάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: грузити, зачинати, починати, розпочинати, стати
Μεταφράσεις: грузити, зачинати, починати, розпочинати, стати