Επιβιβάζω στα δανικά
Μετάφραση: επιβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβιβάζω
επιβιβάζω λεξικό γλώσσας δανικά, επιβιβάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιβεβαιώνω στα δανικά - bekræfte, bekræfter, bekræft, at bekræfte
- επιβιβάζομαι στα δανικά - bræt, gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte
- επιβλέπω στα δανικά - overopsyn, føre overopsyn, opsyn med
- επιβλαβής στα δανικά - skadelig, skadelige, skadeligt, skade, skadevoldende
Τυχαίες λέξεις
Επιβιβάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte
Μεταφράσεις: gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte