Ευελπιστώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ευελπιστώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надежда, надявам се, се надявам, се надяваме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ
ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο, ευελπιστώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ευελπιστώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ευδιάκριτος στα βουλγαρικά - отчетлив, отделен, различен, ясен, важно
- ευδοκιμώ στα βουλγαρικά - процъфтявам, процъфтяват, процъфтява, виреят, преуспяват
- ευεπηρέαστος στα βουλγαρικά - способен да страда, способен да чувствува
- ευερέθιστος στα βουλγαρικά - раздразнителен, възбудим, възбудимост, възбудими, възбудима
Τυχαίες λέξεις
Ευελπιστώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: надежда, надявам се, се надявам, се надяваме
Μεταφράσεις: надежда, надявам се, се надявам, се надяваме