Ευελπιστώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευελπιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ
ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο, ευελπιστώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευελπιστώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευδιάκριτος στα ολλανδικά - uitstekend, opvallend, onderscheiden, verschillend, duidelijk, uitgesproken, apart
- ευδοκιμώ στα ολλανδικά - tieren, gedijen, bloeien, floreren, groeien
- ευεπηρέαστος στα ολλανδικά - passible
- ευερέθιστος στα ολλανδικά - gevoelig, lichtgeraakt, prikkelbaar, excitable, opgewonden, prikkelbare, exciteerbaar
Τυχαίες λέξεις
Ευελπιστώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
Μεταφράσεις: hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten