Ευελπιστώ στα ιταλικά
Μετάφραση: ευελπιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speranza, sperare, spero, speriamo, la speranza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ
ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο, ευελπιστώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευελπιστώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ευδιάκριτος στα ιταλικά - notevole, distinto, distinta, distinti, distinte, diverso
- ευδοκιμώ στα ιταλικά - fiorire, prosperare, crescere, prosperano, thrive, svilupparsi
- ευεπηρέαστος στα ιταλικά - passible, passibile, passibili
- ευερέθιστος στα ιταλικά - permaloso, irritabile, sensibile, eccitabile, eccitabili, excitable
Τυχαίες λέξεις
Ευελπιστώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: speranza, sperare, spero, speriamo, la speranza
Μεταφράσεις: speranza, sperare, spero, speriamo, la speranza