Ευελπιστώ στα πολωνικά
Μετάφραση: ευελπιστώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ
ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο, ευελπιστώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευελπιστώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ευδιάκριτος στα πολωνικά - wybitny, rozróżnialny, głośny, spostrzegalny, wydatny, poczesny, zauważalny, ...
- ευδοκιμώ στα πολωνικά - prosperować, kwitnąć, udawać, dobrze się rozwijać, rozwijać, rozwijać się
- ευεπηρέαστος στα πολωνικά - wrażliwy, cierpiętliwy, passible
- ευερέθιστος στα πολωνικά - drażliwy, kolczasty, ciernisty, pobudliwy, nerwowy, pobudliwe, excitable, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευελπιστώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję
Μεταφράσεις: spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję