Ευελπιστώ στα λετονικά
Μετάφραση: ευελπιστώ, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cerība, cerēt, ceru, ceram
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευελπιστώ
ευελπιστώ στα αγγλικά, ευελπιστώ ετυμολογια, ευελπιστώ english, ευελπιστώ συνώνυμα, ευελπιστώ λεξικο, ευελπιστώ λεξικό γλώσσας λετονικά, ευελπιστώ στα λετονικά
Μεταφράσεις
- ευδιάκριτος στα λετονικά - saskatāms, saredzams, uzkrītošs, atšķirīgs, atšķiras, atšķirīga, atšķirīgas, ...
- ευδοκιμώ στα λετονικά - zelt, uzplaukst, uzplaukt, uzplaukumam
- ευεπηρέαστος στα λετονικά - passible
- ευερέθιστος στα λετονικά - uzbudināms, nervozitāte, uzbudināmā, strauji uzbudināmā
Τυχαίες λέξεις
Ευελπιστώ στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: cerība, cerēt, ceru, ceram
Μεταφράσεις: cerība, cerēt, ceru, ceram