Θεσπίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θεσπίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учреждение, постановление, декрет, въведат, приемат, да приемат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεσπίζω
θεσπίζω english, θεσπίζω συνώνυμο, θεσπίζω συνώνυμα, θεσπίζω στα αγγλικά, θεσπίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θεσπίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θεσμός στα βουλγαρικά - учреждение, институция, институцията, институции, заведение
- θεσπέσιος στα βουλγαρικά - прелестен, красив, прекрасен, Преславно, прелестна
- θετικός στα βουλγαρικά - положителен, позитивен, положително, положителна, положителни
- θετός στα βουλγαρικά - приемен, осиновител, осиновяващото, адоптивна, осиновителката
Τυχαίες λέξεις
Θεσπίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: учреждение, постановление, декрет, въведат, приемат, да приемат
Μεταφράσεις: учреждение, постановление, декрет, въведат, приемат, да приемат