Θεσπίζω στα δανικά

Μετάφραση: θεσπίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kendelse, dekret, forordning, institut, vedtage, indføre, udstede, gennemføre, at vedtage
Θεσπίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεσπίζω

θεσπίζω english, θεσπίζω συνώνυμο, θεσπίζω συνώνυμα, θεσπίζω στα αγγλικά, θεσπίζω λεξικό γλώσσας δανικά, θεσπίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • θεσμός στα δανικά - institution, anstalt, institutionen, institutionens, institut
  • θεσπέσιος στα δανικά - skønne, beauteous, yndige, skjønne
  • θετικός στα δανικά - egentlig, positiv, positive, positivt, en positiv
  • θετός στα δανικά - adoptiv, adoptivsprog, adoptive, adoptivforældre, adoptivfamilie
Τυχαίες λέξεις
Θεσπίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kendelse, dekret, forordning, institut, vedtage, indføre, udstede, gennemføre, at vedtage