Θεσπίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: θεσπίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instinto, diminuição, decretar, instituto, decretos, decrescer, promulgar, adoptar, aprovar, encenar
Θεσπίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεσπίζω

θεσπίζω english, θεσπίζω συνώνυμο, θεσπίζω συνώνυμα, θεσπίζω στα αγγλικά, θεσπίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θεσπίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • θεσμός στα πορτογαλικά - estabelecimento, instituto, instituição, instituição de, instituições
  • θεσπέσιος στα πορτογαλικά - eclesiástico, divino, belo, bela, beauteous, formosa, formoso
  • θετικός στα πορτογαλικά - lugar, real, positivo, certo, posição, positiva, positivos, ...
  • θετός στα πορτογαλικά - adotivo, adotiva, adoptiva, adoptivo, adotivos
Τυχαίες λέξεις
Θεσπίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: instinto, diminuição, decretar, instituto, decretos, decrescer, promulgar, adoptar, aprovar, encenar