Θεσπίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: θεσπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enact, setja á svið, grípa til, ganga í gildi, lögfesta
Θεσπίζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεσπίζω

θεσπίζω english, θεσπίζω συνώνυμο, θεσπίζω συνώνυμα, θεσπίζω στα αγγλικά, θεσπίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θεσπίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεσμός στα ισλανδικά - stofnun, stofnunin, stofnun sem, stofnunar, stofnunina
  • θεσπέσιος στα ισλανδικά - beauteous
  • θετικός στα ισλανδικά - jákvæð, jákvætt, jákvæður, jákvæðar, jákvæða
  • θετός στα ισλανδικά - ættleiðing, ættleiðingar, vegna ættleiðingar
Τυχαίες λέξεις
Θεσπίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: enact, setja á svið, grípa til, ganga í gildi, lögfesta