Καλύπτω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капак, покривка, покритие, покритието, корица
Καλύπτω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλύπτω

καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω συνώνυμα, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καλύπτω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καλότυχος στα βουλγαρικά - късметлия, щастлив, късмет, щастието
  • καλύβα στα βουλγαρικά - навес, хижа, Hut, колиба, Хът, колибата
  • καλώ στα βουλγαρικά - повикване, обаждане, покана, разговор, призив
  • καλώδιο στα βουλγαρικά - кабел, жица, кабелна, кабела, кабелни, с кабелна
Τυχαίες λέξεις
Καλύπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: капак, покривка, покритие, покритието, корица