Καλύπτω στα λιθουανικά

Μετάφραση: καλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vokas, antklodė, apdangalas, dangtis, danga, viršelis, padengti, dangtelis
Καλύπτω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλύπτω

καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω συνώνυμα, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καλύπτω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καλότυχος στα λιθουανικά - laimingas, pasisekė, laimė
  • καλύβα στα λιθουανικά - lūšna, namelis, trobelė, barakas
  • καλώ στα λιθουανικά - sušaukti, kvietimas, paskambinti, skambučių, skambutis, skambučio
  • καλώδιο στα λιθουανικά - viela, laidas, telegrama, kabelis, Kabelinė, kabelio, kabelių, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλύπτω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vokas, antklodė, apdangalas, dangtis, danga, viršelis, padengti, dangtelis