Καλύπτω στα ισλανδικά
Μετάφραση: καλύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábreiða, hlemmur, sveipa, lok, kápa, ná, þekja, lokið, lokinu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλύπτω
καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω συνώνυμα, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καλύπτω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καλότυχος στα ισλανδικά - heppinn, lánsöm, gæfu aðnjótandi, þeirrar gæfu aðnjótandi, heppin
- καλύβα στα ισλανδικά - skála, Kofinn, skúr, kofa, skáli
- καλώ στα ισλανδικά - kalla, símtal, hringja, símtali, símtala
- καλώδιο στα ισλανδικά - kaðall, festi, snúru, kapal-, snúruna, kapall
Τυχαίες λέξεις
Καλύπτω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ábreiða, hlemmur, sveipa, lok, kápa, ná, þekja, lokið, lokinu
Μεταφράσεις: ábreiða, hlemmur, sveipa, lok, kápa, ná, þekja, lokið, lokinu