Καπνιστής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καπνιστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пушач, пуша, пушача, пушачи
Καπνιστής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπνιστής

παθητικός καπνιστής, καπνιστής κρέατος, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, καπνιστής bradley, καπνιστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καπνιστής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καπνίζω στα βουλγαρικά - дим, лекарство, пушене, пушек, дима, на дим
  • καπνιά στα βουλγαρικά - копита, сажди, цинизми, главня, плесен, сажда
  • καπνοί στα βουλγαρικά - пушене, дим, Парите, Димът, Изпаренията, на дим, изпарения
  • καπνός στα βουλγαρικά - пушене, дим, тютюн, паря, пушек, дима, на дим
Τυχαίες λέξεις
Καπνιστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пушач, пуша, пушача, пушачи