Καπνιστής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καπνιστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fumante, fumador, fumante Hábito, fumante Hábito de, smoker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπνιστής
παθητικός καπνιστής, καπνιστής κρέατος, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, καπνιστής bradley, καπνιστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καπνιστής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καπνίζω στα πορτογαλικά - sorrir, vapores, medicar, sorriso, fumar, fumos, recurso, ...
- καπνιά στα πορτογαλικά - logo, breve, fuligem, cedo, obscenidade, smut, carvão, ...
- καπνοί στα πορτογαλικά - sorrir, vapores, fumo, fumaça, sorriso, tabagismo, fumar, ...
- καπνός στα πορτογαλικά - vapores, sorriso, fumos, brindar, tabagismo, tabaco, fumar, ...
Τυχαίες λέξεις
Καπνιστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fumante, fumador, fumante Hábito, fumante Hábito de, smoker
Μεταφράσεις: fumante, fumador, fumante Hábito, fumante Hábito de, smoker