Καπνιστής στα σουηδικά
Μετάφραση: καπνιστής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rökare, rökaren, smoker, sällskap, i sällskap
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπνιστής
παθητικός καπνιστής, καπνιστής κρέατος, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, καπνιστής bradley, καπνιστής λεξικό γλώσσας σουηδικά, καπνιστής στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καπνίζω στα σουηδικά - röka, bota, rök, botemedel, kurera, ryka, rökning, ...
- καπνιά στα σουηδικά - sot, smut, smuts, snusk, beläggningsinhiberande
- καπνοί στα σουηδικά - ryka, rökning, röka, rök, ångor, rökgaser, ångor som, ...
- καπνός στα σουηδικά - röka, rökning, ryka, rök, röken, rökfri, röker
Τυχαίες λέξεις
Καπνιστής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rökare, rökaren, smoker, sällskap, i sällskap
Μεταφράσεις: rökare, rökaren, smoker, sällskap, i sällskap