Καρφί στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καρφί, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роговица, гвоздей, нокът, ноктите, нокти, пирон
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρφί
καρφί αγγλικά, καρφί σε rca, καρφί του σαββατοκύριακου, καρφί εφημερίδα, καρφί 3.5mm, καρφί λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καρφί στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καρτερία στα βουλγαρικά - търпение, издръжливост, издръжливостта, издържливост, за издръжливост
- καρυκεύω στα βουλγαρικά - подправка, подправки, подправката, оттенък
- καρφίτσα στα βουλγαρικά - хубавка, брошка, Брошки, брошката
- καρφώνω στα βουλγαρικά - колче, клин, щифт, закачалка, тапа
Τυχαίες λέξεις
Καρφί στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: роговица, гвоздей, нокът, ноктите, нокти, пирон
Μεταφράσεις: роговица, гвоздей, нокът, ноктите, нокти, пирон