Καρφί στα ολλανδικά

Μετάφραση: καρφί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draadnagel, spijker, nagelen, nagel, spijkeren, nail, namen, nagels
Καρφί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρφί

καρφί αγγλικά, καρφί σε rca, καρφί του σαββατοκύριακου, καρφί εφημερίδα, καρφί 3.5mm, καρφί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρφί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καρτερία στα ολλανδικά - geduld, lijdzaamheid, uithoudingsvermogen, duurzaamheid, endurance, het uithoudingsvermogen, uithouding
  • καρυκεύω στα ολλανδικά - aroma, specerij, geur, kruiden, kruid, specerijen, spice
  • καρφίτσα στα ολλανδικά - kegel, borstspeld, naald, speld, broche
  • καρφώνω στα ολλανδικά - klinkbout, vastklinken, klinknagel, pin, kapstok, ploeteren, PEG, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρφί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: draadnagel, spijker, nagelen, nagel, spijkeren, nail, namen, nagels