Κατατρομάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страх, сплашат
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω
κατατρομάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατατρομάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατατάσσομαι στα βουλγαρικά - ранг, Място, ранга, звание, чин
- κατατάσσω στα βουλγαρικά - ранг, Място, ранга, звание, чин
- καταυλισμός στα βουλγαρικά - лагер, къмпинг, лагера, лагери
- καταφέρνω στα βουλγαρικά - убеждавам, коаксиален, коаксиални, придумвам, склони
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: страх, сплашат
Μεταφράσεις: страх, сплашат