Κατατρομάζω στα δανικά

Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overawe, imponere
Κατατρομάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω

κατατρομάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κατατρομάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατατάσσομαι στα δανικά - binde, forene, rang, Nummer, Rank, Placering som nummer, Placering
  • κατατάσσω στα δανικά - rang, Nummer, Rank, Placering som nummer, Placering
  • καταυλισμός στα δανικά - camping, lejr, lejren, camp, campingplads
  • καταφέρνω στα δανικά - lokke, coax, at lokke, koaksialkabler
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overawe, imponere