Κατατρομάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įbauginti, įbaiminti, Iebaidīt, Zahukać, Onieśmielać
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω
κατατρομάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατατρομάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατατάσσομαι στα λιθουανικά - rangas, Rank, Reitingas, Reitingo pozicija
- κατατάσσω στα λιθουανικά - greta, vertinti, rangas, Rank, Reitingas, Reitingo pozicija
- καταυλισμός στα λιθουανικά - stovyklavietė, stovyklavimas, stovykla, Camp, stovyklos, stovykloje, stovyklą
- καταφέρνω στα λιθουανικά - įkalbinėti, coax, išvilioti, kantriai siekti
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įbauginti, įbaiminti, Iebaidīt, Zahukać, Onieśmielać
Μεταφράσεις: įbauginti, įbaiminti, Iebaidīt, Zahukać, Onieśmielać