Κατατρομάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desânimo, desalojar, intimidar, overawe, intimidar os, intimidá, inspirar temor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω
κατατρομάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατατρομάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατατάσσομαι στα πορτογαλικά - aliste, ampliação, enlaçar, joanesburgo, amarrar, atar, juntar, ...
- κατατάσσω στα πορτογαλικά - turno, graduação, linha, classe, aleatório, vez, posto, ...
- καταυλισμός στα πορτογαλικά - acampamento, campo, campo de, camp, acampamento de
- καταφέρνω στα πορτογαλικά - controle, guiar, governar, reger, dirigir, gerências, gerir, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desânimo, desalojar, intimidar, overawe, intimidar os, intimidá, inspirar temor
Μεταφράσεις: desânimo, desalojar, intimidar, overawe, intimidar os, intimidá, inspirar temor