Κατατρομάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costernazione, sgomento, sbigottimento, intimidire, overawe, potessero colpire, intimidire gli
Κατατρομάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω

κατατρομάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατατρομάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατατάσσομαι στα ιταλικά - congiungere, legare, unire, giuntura, guarnizione, raggiungere, connettere, ...
  • κατατάσσω στα ιταλικά - schiera, fila, rango, ceto, grado, riga, rigoglioso, ...
  • καταυλισμός στα ιταλικά - campo, accampamento, campo di, campeggio, camp
  • καταφέρνω στα ιταλικά - gestire, governare, condurre, maneggiare, dirigere, amministrare, guidare, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: costernazione, sgomento, sbigottimento, intimidire, overawe, potessero colpire, intimidire gli