Κατατρομάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: κατατρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sindirmek, korku ile boyun eğdirmek, korkutmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατατρομάζω
κατατρομάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατατρομάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατατάσσομαι στα τούρκικα - birleştirmek, birleşmek, rütbe, sıralaması, seviye, Rank, Sıralama
- κατατάσσω στα τούρκικα - dizi, rütbe, derece, sıra, sınıf, sıralaması, seviye, ...
- καταυλισμός στα τούρκικα - kamp, kampı, camp, kampında, bir kamp
- καταφέρνω στα τούρκικα - ikna etmek, koaksiyel, coax, koaks
Τυχαίες λέξεις
Κατατρομάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sindirmek, korku ile boyun eğdirmek, korkutmak
Μεταφράσεις: sindirmek, korku ile boyun eğdirmek, korkutmak