Καταχρηστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταχρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обиден, злоупотреба, обижда, обижда потребителите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταχρηστικός
καταχρηστικός δίφθογγος, καταχρηστικόσ συνώνυμα, καταχρηστικός συνώνυμο, καταχρηστικός ορισμός, καταχρηστικός αγγλικά, καταχρηστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταχρηστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταφύγιο στα βουλγαρικά - подслон, убежище, приют, навес, заслон
- καταχνιά στα βουλγαρικά - мътност, мараня, омара, мъгла, помътняване
- καταχρώμαι στα βουλγαρικά - злоупотребление, злоупотребявам, обсебвам, присвояване, присвояване на, присвои
- καταχωρώ στα βουλγαρικά - публикувам, аз след, да публикувам, създам, пусна обява
Τυχαίες λέξεις
Καταχρηστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обиден, злоупотреба, обижда, обижда потребителите
Μεταφράσεις: обиден, злоупотреба, обижда, обижда потребителите