Καταχρηστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταχρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beledigend, grievend, krenkend, grof, verkeerd, misbruik, onrechtmatige
Καταχρηστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταχρηστικός

καταχρηστικός δίφθογγος, καταχρηστικόσ συνώνυμα, καταχρηστικός συνώνυμο, καταχρηστικός ορισμός, καταχρηστικός αγγλικά, καταχρηστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταχρηστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταφύγιο στα ολλανδικά - vluchtheuvel, toeverlaat, beschutting, heiligdom, onderkomen, toevluchtsoord, toevlucht, ...
  • καταχνιά στα ολλανδικά - haarkloven, damp, bedillen, nevel, waas, haze, troebeling, ...
  • καταχρώμαι στα ολλανδικά - beledigen, gescheld, mishandelen, uitschelden, krenken, misbruiken, affronteren, ...
  • καταχωρώ στα ολλανδικά - aangeven, ik post, plaats ik, post ik, ik een bericht, ik achteraf
Τυχαίες λέξεις
Καταχρηστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beledigend, grievend, krenkend, grof, verkeerd, misbruik, onrechtmatige