Καταχρηστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: καταχρηστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžeidžiantis, užgaulus, piktnaudžiavimas, piktnaudžiavimu, piktnaudžiaujama
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταχρηστικός
καταχρηστικός δίφθογγος, καταχρηστικόσ συνώνυμα, καταχρηστικός συνώνυμο, καταχρηστικός ορισμός, καταχρηστικός αγγλικά, καταχρηστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταχρηστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καταφύγιο στα λιθουανικά - prieglauda, prieglobstis, pastogė, priedanga, pasislėpti
- καταχνιά στα λιθουανικά - migla, rūkas, varginti, miglotumas, aptraukti rūku
- καταχρώμαι στα λιθουανικά - savintis, grobstyti, pasisavinti, Zdefraudować, Noblēdīt
- καταχωρώ στα λιθουανικά - Aš, I, man, Turiu
Τυχαίες λέξεις
Καταχρηστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įžeidžiantis, užgaulus, piktnaudžiavimas, piktnaudžiavimu, piktnaudžiaujama
Μεταφράσεις: įžeidžiantis, užgaulus, piktnaudžiavimas, piktnaudžiavimu, piktnaudžiaujama