Κατοικημένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жилищен, жилищна, Жилищно, жилищни, жилищна Сграда
Κατοικημένος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατοικημένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα βουλγαρικά - жилище, къща, къщата, дом, къща с
  • κατοικίδιος στα βουλγαρικά - опитомен, опитомени, домашно, питомният, култивиран
  • κατοικώ στα βουλγαρικά - живея, живеят, живее, живеем, живеете
  • κατολίσθηση στα βουλγαρικά - плъзгане, плъзгащ се, плъзгащи, плъзгаща, плъзгащи се
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жилищен, жилищна, Жилищно, жилищни, жилищна Сграда