Κατοικημένος στα ρωσικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жилой, жилищный, жилая недвижимость, Жилая, жилых, жилое
Κατοικημένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, κατοικημένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα ρωσικά - житель, время, резиденция, местопребывание, пребывание, обиталище, месторасположение, ...
  • κατοικίδιος στα ρωσικά - внутренний, семейный, домашний, отечественный, бытовой, семейственный, окультуренный, ...
  • κατοικώ στα ρωσικά - находиться, жить, останавливаться, проживать, остановиться, населять, обитать, ...
  • κατολίσθηση στα ρωσικά - оползень, падение, обвал, скользящий, скольжение, скольжения, раздвижная, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: жилой, жилищный, жилая недвижимость, Жилая, жилых, жилое