Κατοικημένος στα εσθονικά
Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elamu-, elamu, elamute, elamumaa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικημένος
κατοικημένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατοικημένος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατοικία στα εσθονικά - eluase, maja, House, majas, täiskogu
- κατοικίδιος στα εσθονικά - kodumaine, kodustatud, ka kodustatud, aretatud, osav majapidamistöödes
- κατοικώ στα εσθονικά - asustama, elunema, asuma, lähtuma, elama, elada, elavad, ...
- κατολίσθηση στα εσθονικά - maalihe, liug, libistades, sliding, libisemist, libiseva
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: elamu-, elamu, elamute, elamumaa
Μεταφράσεις: elamu-, elamu, elamute, elamumaa