Κατοικημένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woon-, residentiële, woonwijken, in woonwijken, woonwijk
Κατοικημένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατοικημένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα ολλανδικά - woonplaats, domicilie, logies, onderkomen, woning, kwartier, huis, ...
  • κατοικίδιος στα ολλανδικά - inlands, inheems, huiselijk, bediende, binnenlands, vertrouwd, tam, ...
  • κατοικώ στα ολλανδικά - resideren, wonen, huizen, leven, te leven, woont, leeft
  • κατολίσθηση στα ολλανδικά - aardverschuiving, schuif-, glijdend, schuiven, glijden, glijdende
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woon-, residentiële, woonwijken, in woonwijken, woonwijk