Κατοικημένος στα νορβηγικά
Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bolig, boligområde, boliger, residential
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικημένος
κατοικημένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κατοικημένος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κατοικία στα νορβηγικά - bosted, opphold, bolig, bopel, hus, huset, Hotel
- κατοικίδιος στα νορβηγικά - huslig, hjemlig, tamme, domestiserte, domestisert, temmet, domesticated
- κατοικώ στα νορβηγικά - bo, bebo, dvele, leve, lever, bor, å leve
- κατολίσθηση στα νορβηγικά - skred, skyve, glid, sklir, glidende
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: bolig, boligområde, boliger, residential
Μεταφράσεις: bolig, boligområde, boliger, residential