Κατοικημένος στα γαλλικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habitable, résidentiel, résidentielle, résidentiels, résidences, habitation
Κατοικημένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, κατοικημένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα γαλλικά - demeure, logis, habitation, domicile, siège, résidence, séjour, ...
  • κατοικίδιος στα γαλλικά - indigène, ménager, intérieur, familier, domestique, maison, famille, ...
  • κατοικώ στα γαλλικά - retarder, retenir, demeurer, loger, séjourner, arrêter, habitation, ...
  • κατολίσθηση στα γαλλικά - éboulement, fontis, glissement, glissant, coulissant, coulissante, coulissement
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: habitable, résidentiel, résidentielle, résidentiels, résidences, habitation