Κατοικημένος στα σλοβενικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stanovanjski, stanovanjska, stanovanjske, stanovanjskih, stanovanjsko
Κατοικημένος στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, κατοικημένος στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα σλοβενικά - rezidence, hiša, hiše, house, oddih, za oddih
  • κατοικίδιος στα σλοβενικά - udomačene, udomačena, udomačenih, udomačeni, Pripitomljen
  • κατοικώ στα σλοβενικά - živeti, živo, živijo, živi, živimo
  • κατολίσθηση στα σλοβενικά - drsna, drsenje, drsni, drsnih, drsnimi
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: stanovanjski, stanovanjska, stanovanjske, stanovanjskih, stanovanjsko