Κατοικημένος στα τσεχικά

Μετάφραση: κατοικημένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obytný, sídelní, rezidenční, obytné, obytná, obytných
Κατοικημένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικημένος

κατοικημένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατοικημένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κατοικία στα τσεχικά - sídlo, příbytek, pobyt, rezidence, bydliště, house, dům, ...
  • κατοικίδιος στα τσεχικά - domácký, tuzemský, sluha, vnitrostátní, domácí, rodina, ochočený, ...
  • κατοικώ στα τσεχικά - zdržet, pobývat, sídlit, meškat, bydlet, obývat, prodlévat, ...
  • κατολίσθηση στα τσεχικά - sesuv, klouzání, posuvné, posuvných, posuvná, posuvnými
Τυχαίες λέξεις
Κατοικημένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obytný, sídelní, rezidenční, obytné, obytná, obytných