Κειμήλιο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κειμήλιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъпоценен камък, бижу, перла, перлата
Κειμήλιο στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κειμήλιο

κειμήλιο english, κειμήλιο ετυμολογία, κειμήλιο συνώνυμο, κειμήλιο αγγλικα, συνώνυμα κειμήλιο, κειμήλιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κειμήλιο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κείμαι στα βουλγαρικά - keimai
  • κείμενο στα βουλγαρικά - проход, текст, на текст, текстов, текстови
  • κελάρι στα βουλγαρικά - погреб, изба, мазе, килер, избено помещение, маза
  • κελί στα βουλγαρικά - клетка, клетъчна, клетъчната, клетъчен, клетъчно
Τυχαίες λέξεις
Κειμήλιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скъпоценен камък, бижу, перла, перлата