Κειμήλιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: κειμήλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel
Κειμήλιο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κειμήλιο

κειμήλιο english, κειμήλιο ετυμολογία, κειμήλιο συνώνυμο, κειμήλιο αγγλικα, συνώνυμα κειμήλιο, κειμήλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κειμήλιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κείμαι στα ολλανδικά - onwaarheid, liggen, leugen, keimai
  • κείμενο στα ολλανδικά - gang, rijstrook, overloop, baan, tekst, text, de tekst, ...
  • κελάρι στα ολλανδικά - kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder
  • κελί στα ολλανδικά - cachot, cel, mobiele, cellen, cell
Τυχαίες λέξεις
Κειμήλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel