Κενό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κενό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пустота, прахосмукачка, вакуум, вакуумна, вакуумно, вакуумни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κενό
κενό έντυπο ε1 2014, κενό ανάμεσα στα πόδια, κενό έντυπο ε9 2014, κενό σύνολο, κενό ασφαλείας, κενό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κενό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κεντρικός στα βουλγαρικά - централен, централната, Централна, централно, централния
- κεντώ στα βουλγαρικά - хуй, острие, кур, разкрасявам, бродирам, бродирате, бродира
- κενός στα βουλγαρικά - недействителен, невалиден, празнота, нищожен, нищожно
- κεράσι στα βουλγαρικά - червен, череша, черешово, череши, черешов, черешова
Τυχαίες λέξεις
Κενό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пустота, прахосмукачка, вакуум, вакуумна, вакуумно, вакуумни
Μεταφράσεις: пустота, прахосмукачка, вакуум, вакуумна, вакуумно, вакуумни