Κερδοσκοπικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулативен, спекулативни, спекулативна, спекулативно, спекулативното
Κερδοσκοπικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός

κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κερδοσκοπικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κερδομανής στα βουλγαρικά - kerdomanis
  • κερδοσκοπία στα βουλγαρικά - спекулация, спекулации, спекулациите, спекулацията
  • κερδοσκοπώ στα βουλγαρικά - спекулант, печалбар
  • κερδοσκόπος στα βουλγαρικά - спекулант, мислител, спекуланти, спекула
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спекулативен, спекулативни, спекулативна, спекулативно, спекулативното