Κερδοσκοπικός στα εσθονικά
Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oletuslik, spekulatiivne, spekulatiivsete, spekulatiivse, spekulatiivset, spekulatiivsed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός
κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, κερδοσκοπικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κερδομανής στα εσθονικά - ahne, krabav, kerdomanis
- κερδοσκοπία στα εσθονικά - arutlus, spekulatsioon, spekulatsioone, spekuleerimise, spekuleerimist, spekulatsiooni
- κερδοσκοπώ στα εσθονικά - oletama, spekulant, liigkasu, liigkasu saama, hangeldama, Keinottelija
- κερδοσκόπος στα εσθονικά - spekulant, spekulandi, hangeldaja, Keinottelija
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: oletuslik, spekulatiivne, spekulatiivsete, spekulatiivse, spekulatiivset, spekulatiivsed
Μεταφράσεις: oletuslik, spekulatiivne, spekulatiivsete, spekulatiivse, spekulatiivset, spekulatiivsed