Κερδοσκοπικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivinen, keinotteleva, spekulatiivisia, keinottelutarkoituksessa, spekulatiivisen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός
κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κερδοσκοπικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κερδομανής στα φινλανδικά - ahnas, himokas, saita, ahne, kerdomanis
- κερδοσκοπία στα φινλανδικά - pohdiskelu, riski-investointi, oletus, arvailu, arvelu, pohdinta, keinottelu, ...
- κερδοσκοπώ στα φινλανδικά - miettiä, havitella, arvuutella, keinotella, keinottelija
- κερδοσκόπος στα φινλανδικά - keinottelija, keinottelua, keinottelusta, keinottelijan, speculator
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: spekulatiivinen, keinotteleva, spekulatiivisia, keinottelutarkoituksessa, spekulatiivisen
Μεταφράσεις: spekulatiivinen, keinotteleva, spekulatiivisia, keinottelutarkoituksessa, spekulatiivisen