Κερδοσκοπικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekulációs, spekulatív, a spekulatív, spekuláció, elméleti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός
κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κερδοσκοπικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κερδομανής στα ουγγρικά - kerdomanis
- κερδοσκοπία στα ουγγρικά - spekuláció, a spekuláció, spekulációt, spekulációk
- κερδοσκοπώ στα ουγγρικά - nyerészkedik, nyerészkedő, haszonszerző, haszonszerző is, feketézik
- κερδοσκόπος στα ουγγρικά - spekuláns, spekulánsok, spekuláló, spekulánsnak
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: spekulációs, spekulatív, a spekulatív, spekuláció, elméleti
Μεταφράσεις: spekulációs, spekulatív, a spekulatív, spekuláció, elméleti