Κερδοσκοπικός στα γαλλικά
Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
théorique, interrogateur, spéculatif, scrutateur, curieux, spéculative, spéculatives, spéculatifs, spéculation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός
κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, κερδοσκοπικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- κερδομανής στα γαλλικά - étreignant, empoignant, cupide, kerdomanis
- κερδοσκοπία στα γαλλικά - méditation, réflexion, contemplation, conjectures, spéculation, supposition, conjecture, ...
- κερδοσκοπώ στα γαλλικά - songer, spéculent, spéculez, raisonner, spéculer, tripoter, envisager, ...
- κερδοσκόπος στα γαλλικά - accapareur, spéculateur, spéculateurs
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: théorique, interrogateur, spéculatif, scrutateur, curieux, spéculative, spéculatives, spéculatifs, spéculation
Μεταφράσεις: théorique, interrogateur, spéculatif, scrutateur, curieux, spéculative, spéculatives, spéculatifs, spéculation