Κοπριά στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κοπριά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тор, оборски тор, оборския тор, торове, животински тор
Κοπριά στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπριά

κοπριά κουνελιού, κοπριά λίπασμα, κοπριά πουλερικών, κοπριά αλόγου, κοπριά κότας, κοπριά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοπριά στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κοπιάζω στα βουλγαρικά - труд, блъскам, блъскане, безпорядък, мъка, неприятности
  • κοπιαστικός στα βουλγαρικά - изтощителен, изморително, уморителен, уморително, изтощително
  • κοράλλι στα βουλγαρικά - корал, коралов, Coral, корали, коралови
  • κορίτσι στα βουλγαρικά - дъщеря, момиче, момиченце, момичето, девойка
Τυχαίες λέξεις
Κοπριά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тор, оборски тор, оборския тор, торове, животински тор