Κοπριά στα δανικά
Μετάφραση: κοπριά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπριά
κοπριά κουνελιού, κοπριά λίπασμα, κοπριά πουλερικών, κοπριά αλόγου, κοπριά κότας, κοπριά λεξικό γλώσσας δανικά, κοπριά στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοπιάζω στα δανικά - arbejde, moil, kappen, kappe, restdel, restdelen
- κοπιαστικός στα δανικά - trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing
- κοράλλι στα δανικά - koral, Coral, koraller, af Coral, koralrev
- κορίτσι στα δανικά - pige, datter, frøken, pigen, girl, piger
Τυχαίες λέξεις
Κοπριά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen
Μεταφράσεις: slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen