Κοπριά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοπριά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esterco, lamas, adubos, estrume, adubo, de estrume, o estrume
Κοπριά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπριά

κοπριά κουνελιού, κοπριά λίπασμα, κοπριά πουλερικών, κοπριά αλόγου, κοπριά κότας, κοπριά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοπριά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοπιάζω στα πορτογαλικά - trabalhosamente, lidar, trabalho, picareta, moil, emaranhamento, sobra, ...
  • κοπιαστικός στα πορτογαλικά - trabalhoso, obreiro, fatigante, fatiguing, cansativa, desgastamento, cansativo
  • κοράλλι στα πορτογαλικά - corais, coral, de coral, de corais, coral de
  • κορίτσι στα πορτογαλικά - moça, rapariga, garota, brânquia, menina, da menina
Τυχαίες λέξεις
Κοπριά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esterco, lamas, adubos, estrume, adubo, de estrume, o estrume